|
η та(__,__) кто часто зевает #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово та, кто часто зевает? — χασμουριάρα как с (ново)греческого переводится слово χασμουριάρα? — та, кто часто зевает — ερματισμός — διάπηξη — επίκεντρος — μουζίκος — ατροπίνη — εδαφίζω — φλογοβόλο — σοκακιάρης — ασπρόρουχα — ποντικάκι — ρύθμιση — μερκατορικός — αστερώνομαι — πλάγιοβάδιση — φιλότιμος — καντηλανάφτης — καρδιογραφία — αυτομαστιγώνομαι — εξειδικεύομαι — ξεφιτιλίζω — μυροφόροι |
|||