|
увеличивать в семь раз #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово увеличивать в семь раз? — επταπλασιάζω как с (ново)греческого переводится слово επταπλασιάζω? — увеличивать в семь раз — ασύγχρονος — ξίδιασμα — ρεζίλεμα — καταρροπαίνω — δυασμός — αδικιάρισσα — κατάταξη — διεισδύω — σκοταδισμός — ευλογητής — ενενηκοστόν — ντύσιμο — αθειάφιστος — ημιέκταση — ψευδοδάφνη — γκιρλάντα — διακεκαυμένος — πραότητα — χαλάζι — αντισμήναρχος — κακοφανισμός |
|||