|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово θηλαστικό? — — αποκηρύσσω — ποικιλόχρωσις — ξέγνοιαστος — πύρωση — περίδετος — ηλεκτρολόγος — διαλανθάνω — είρων — δραστικότητα — μισαποθαμμένος — ξιφουλκώ — γαλακτοφαγία — ηθογραφώ — κατραπακιάζω — εκπονώ — παχύνω — φύω — επεμβαίνω — χρωμάτωση — κατασιγάζω — τυφεκιοφόρος |
|||