|
το 1) урчание (в животе); 2) бульканье (тж. при полоскании горла) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово урчание? — γουργούρισμα как на (ново)греческом будет слово бульканье? — γουργούρισμα как с (ново)греческого переводится слово γουργούρισμα? — урчание, бульканье — άδελφατο — επίτομος — αρβυλοποιείο — υπεριτόπληκτος — μαμμή — ένταλμα — εναντιολογία — αναλώσιμα — εμπορεύομαι — συντροφικά — γεωθερμικός — έγνοια — χαϊδεύω — προβιβασμός — εύμολπος — καταχαλνάω — ξεφαντωτής — μονότροπος — έχει — εσμός — περιγελαστής |
|||