Новогреческий словарь
γουργούρισμα
γουργούρισμα
το 1)
урчание
(в животе);
2)
бульканье
(тж. при полоскании горла)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
урчание
? —
γουργούρισμα
как на
(ново)греческом
будет слово
бульканье
? —
γουργούρισμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
γουργούρισμα
? — урчание, бульканье
#
(ново)греческий словарь
—
λιανοτούφεκο
—
φρουμαγέλλα
—
χάφτω
—
πόπολο
—
αψήλου
—
χαλιφεία
—
ατεκμηρίωτος
—
τελετουργικός
—
μόδι
—
χαίρω
—
τίμηση
—
αντιπαράθεση
—
λειώσιμο
—
αλιζαρίνη
—
αυγατίζω
—
σμπαραλιάζω
—
αρδεύω
—
βομβαρδιστής
—
ζωοβιολογία
—
καταψυγμένος
—
αψυχοπόνετος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,