|
евстахиев; ~ή σάλπιγξ — евстахиева труба #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово евстахиев? — ευσταχιανός как с (ново)греческого переводится слово ευσταχιανός? — евстахиев — κατακλινόμενος — αποτυχημένος — αριουλός — αναφλέγω — αετομάτης — αεί — ανθοβόλημα — μεσότοιχος — τρίμορφος — μαδίζω — κακότροπος — έπαλξη — αναδιοργάνωτος — σφικτός — αξύριστος — αναμεσίς — νευροπαθολογικός — τσιόνι — Ιωνία — μισοκατεστραμμένος — βαθυσκαφής |
|||