|
η 1) наручники; 2) морской узел (один из видов) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наручники? — χειροδέσμη как на (ново)греческом будет слово морской узел? — χειροδέσμη как с (ново)греческого переводится слово χειροδέσμη? — наручники, морской узел — μέγιστο — χρεωστώ — συντεχνίτης — ευλογώ — κακοκάμωτος — νεροτσουλήθρα — αψιχάλιστος — χαρτόμουτρο — αεροαποβατικός — αξαδέρφισσα — γκλιγκλίζω — οξυγονούχος — οιονεί — αδιάβρωτος — τσάτσος — πρεσβεύω — αγγλομανία — συντεταγμένος — αιβασιλιάτικος — παραφίνη — χελωνιάρης |
|||