|
η шотландка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шотландка? — Σκωτσέζα как с (ново)греческого переводится слово Σκωτσέζα? — шотландка — καιρικός — χατζηλίκι — ορκοδοτώ — πρόκα — ξεσκούριασμα — αντιστατικός — απρόφθαστος — μαγγανήσιο — αργοκέρι — παρανάλωμα — αδελφικότητα — ιχθυοτροφία — άγος — αριστερίζω — αμφιτέμνω — μηναίο — περιφρούρηση — τελώνης — ελατός — καλανάρχημα — σύμπτωμα |
|||