|
το новость; τά νέα — новости; τί νέα (έχουμε); — [phrase]что нового?[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово новость? — νέο как с (ново)греческого переводится слово νέο? — новость — κοινώς — άνανθος — τραγικοποιώ — γραφή — Σάτυρος — θρύψαλο — εχιδνισμός — κατακρίνομαι — τοπιογραφία — βαθύσφαιρα — φροξυλιά — διαξύλωση — ξενορράβω — εξαμηνίτικος — βρίσιμο — γκαλάντης — δουλεμπόριο — απέξω — ζαλικώνω — ξορκιστής — δυσάρεστα |
|||