βυρσοδεψική

формы словаβ
βυρσοδεψική



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово βυρσοδεψική? —


παντρεμένοςέννοιακοντορεβιθούληςαφαιμάσσωεξηντάχρονοςμπούστοςαπογιομίζωεπιβοηθητικόςαποψυκτικόςβαφτιστικόφουρνάρισσαζεσταίνομαισκάλισμαμεταλλάζωκατάρραχοαντικαταναλωτισμόςμικροβιολογίααμαρτύρητοςνιτρόφιλοςιεροκρατίαστατέρι




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit