|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βυρσοδεψική? — — παντρεμένος — έννοια — κοντορεβιθούλης — αφαιμάσσω — εξηντάχρονος — μπούστος — απογιομίζω — επιβοηθητικός — αποψυκτικός — βαφτιστικό — φουρνάρισσα — ζεσταίνομαι — σκάλισμα — μεταλλάζω — κατάρραχο — αντικαταναλωτισμός — μικροβιολογία — αμαρτύρητος — νιτρόφιλος — ιεροκρατία — στατέρι |
|||