|
η певунья (о женщине, девушке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово певунья? — γλυκοκελαδίστρα как с (ново)греческого переводится слово γλυκοκελαδίστρα? — певунья — κωλόπανο — πηγούνια — αξιοσυγχώρητος — πλαταγή — εκφύω — καρτερία — άκομψα — ξεγίνομαι — ανάφλεξη — μολυβδόβουλο — λυπομανία — υπναράς — ήλεκτρο — τσαμπουνοφυλάκα — φαμέλιος — φρυγμός — κατάπτωση — ευμάλακτος — αλληλοσφάζομαι — υετόμετρον — κατοχυρώνω |
|||