|
το вексель; εκδίδω ~ — выдавать вексель; τραπεζικό ~ — банкнота #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вексель? — γραμμάτιο как с (ново)греческого переводится слово γραμμάτιο? — вексель — καραδοκώ — επιδίδομαι — ραδιοηλεκτρισμός — εξωβλάστη — γυναικούλιας — νευρόσπασμα — γεννώ — χαρμόσυνος — ενδιαφέρω — πρωτόγεννα — μαγαρίτης — αβομβάρδιστος — συνηχητικός — πεντάρφανος — ποσολογία — δωδεκατημόριον — προκάνω — ψεύδισμός — τροχήλατο — οἰκίσκος — δημοσιογραφικός |
|||