Новогреческий словарь
γραμμάτιο
γραμμάτιο
το
вексель
;
εκδίδω ~ — выдавать вексель
;
τραπεζικό ~ — банкнота
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вексель
? —
γραμμάτιο
как с
(ново)греческого
переводится слово
γραμμάτιο
? — вексель
#
(ново)греческий словарь
—
υφαρπαγή
—
αθέλητος
—
παρασόλι
—
γυναικολόι
—
αβαντσάρισμα
—
Αυστρία
—
υδατοπέδιο
—
επιβολή
—
εγγυήτρια
—
ξαγνάντεμα
—
ακρεος
—
σμυριδεργάτης
—
κείνος
—
πλειοψηφώ
—
κωλανι
—
αμερικανοκρατούμενος
—
επιφυλακτικότητα
—
πάλη
—
μεσουρανίζω
—
ξυπνητήρι
—
βοτανολογω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве