γραμμάτιο

формы словаβ
γραμμάτιο
το вексель;
          εκδίδω ~ — выдавать вексель;
          τραπεζικό ~ — банкнота



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово вексель? — γραμμάτιο
как с (ново)греческого переводится слово γραμμάτιο? — вексель


καραδοκώεπιδίδομαιραδιοηλεκτρισμόςεξωβλάστηγυναικούλιαςνευρόσπασμαγεννώχαρμόσυνοςενδιαφέρωπρωτόγενναμαγαρίτηςαβομβάρδιστοςσυνηχητικόςπεντάρφανοςποσολογίαδωδεκατημόριονπροκάνωψεύδισμόςτροχήλατοοἰκίσκοςδημοσιογραφικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit