|
мечевидный; ~ απόφυσις — анат. мечевидный отросток #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мечевидный? — ξιφοειδής как с (ново)греческого переводится слово ξιφοειδής? — мечевидный — αδιακόνητος — σπιτωμένη — ορθοστάτης — απομονώνομαι — συμποσιακός — ηθικολογία — ανάκληση — αινιγματώδης — στραγγαλισμένος — φουρνιστός — χορτολογία — επικονιασμός — αυτογεμής — κοσμοαντίληψη — σκιαζούρα — ελαιοκόμος — παρενοχλητικός — ειδωλολάτρισσα — άδοξος — απολείπομαι — μελωμένος |
|||