|
η карикатура #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово карикатура? — καρικατούρα как с (ново)греческого переводится слово καρικατούρα? — карикатура — παραγερνάω — μετοφορά — μυώ — κοσμοθεωρητική — ανεμομέτρηση — ναζίστρια — φελάω — μπαρμπερίζω — χαρτοποιείο — ακοιμησιά — απαρνησιά — ευζωνικός — περισκαφή — αναφτερούγιασμα — πατινάδα — κλονίζομαι — μαντάτο — Αγγλικανικός — προσύμφωνο — αρμίδι — υδρογράφος |
|||