|
(αόρ. προσηυχήθην) молиться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово молиться? — προσεύχομαι как с (ново)греческого переводится слово προσεύχομαι? — молиться — ανασπώ — ζυθοποιία — στεγοποιός — λοίσθιος — ελεύθερος — αφρούρητος — μεθορμίζομαι — ηθώ — ρητίνωση — παρεξηγώ — παλαιοντολογία — στοίβαγμα — ολοκληρώνομαι — ηγουμενοσυμβούλιο — ισόθερμος — συστατικός — ενενήκοντα — συγχωρητικός — πλανόδιος — λαγοπόδαρος — προκάλυμμα |
|||