|
το выкройка; шаблон, патрон #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово выкройка? — ιχνάριο как на (ново)греческом будет слово шаблон? — ιχνάριο как на (ново)греческом будет слово патрон? — ιχνάριο как с (ново)греческого переводится слово ιχνάριο? — выкройка, шаблон, патрон — διυλιστήρας — ακράτητος — ακομπανιαμέντο — πευκώνας — μπεκρόμουτρο — ημερολόγιο — ξεβάσκαμα — πρωτάρικος — κατανικώ — σιδηροδρομικός — καπιτάλι — αντίδι — ελαιοτριβείο — γλυκολέϊμονο — φουσκωμένος — εξαπατητικός — αποπροσανατολίζω — εκσκαφέας — ανακατωμένος — ευρύστομος — μουγγός |
|||