|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τεντοποιία? — — τσαγερί — ανακλαδούμαι — αποθεμελιώνω — ετυμολογικός — εικοσαριά — ξετιμιώνω — απαράλλακτος — ξεγύμνωμα — πήγμα — χρηματιστικός — δεινότητα — κολίβριο — προλεταριοποίηση — ιερατεύω — παγούρι — κύπτω — λίξιάρης — ηλικιώτης — αναξαίνω — αρτηριακός — ανά |
|||