Новогреческий словарь
πρωτεξάδελφος
πρωτεξάδελφ|ος
ο
двоюродный брат
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
двоюродный брат
? —
πρωτεξάδελφος
как с
(ново)греческого
переводится слово
πρωτεξάδελφος
? — двоюродный брат
#
(ново)греческий словарь
—
φασιστοειδές
—
αθάνατο
—
κεντριστής
—
καταναλώτρια
—
προσφώνηση
—
βρωμώ
—
προίκιση
—
γροθάρι
—
ηφαιστειακός
—
γνώμη
—
άλκιμος
—
κεραμοποιός
—
φαγάς
—
αρβύλα
—
ποιμνιοβοσκή
—
συγγενεύω
—
ανελεήμων
—
Λονδίνο
—
ξυλοποικιλτική
—
καταιονιστήρας
—
άπρεπος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,