|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λουσμένος? — — διαρπάζω — απαργιοσμένος — δωδεκάμερα — μαγευτικά — εγκεντρίζω — έμμετρος — ομοιόχρωμος — αλμυρίζω — αιμοπετάλιο — μπελαλής — δυωδία — αντιφώνηση — θησαύρισμα — σφίγγα — παντοχρωμία — εγκατάστατος — ευθηνία — διεσπαρμένος — αντιλήπτωρας — ισπανική — μεταχρωματίζω |
|||