|
(αόρ. ανήγγειλα, παθ. αόρ. ανηγγέλθην) извещать, уведомлять; ~ τούς γάμους — извещать о свадьбе; σάς ~ ότι.. — [phrase]извещаю вас(__,__) что...[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово извещать? — αναγγέλλω как на (ново)греческом будет слово уведомлять? — αναγγέλλω как с (ново)греческого переводится слово αναγγέλλω? — извещать, уведомлять — μπαμπαλής — διαμαγνητικότητα — ενθουσιασμός — ασταρώνω — ιούρτη — φυλάχτρα — ανυποταξία — νάνι — επιλιμενάρχης — δίκυρτος — περιλάλητος — καρχηδονιακός — αποκαθαρίζω — κρεοζώτο — εποχικός — ρετσινόκολλα — ψευδοσμία — εγωμανία — αχτή — λατινιστί — μπουνάτσα |
|||