|
ο дурак, простак; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дурак? — αχυροκέφαλος как на (ново)греческом будет слово простак? — αχυροκέφαλος как с (ново)греческого переводится слово αχυροκέφαλος? — дурак, простак — υποταγή — αποθάρρυνση — εγχύσιμος — ακαπάκωτος — αργοψένω — ερμαφρόδιτος — αποστολή — συγγραφικός — εκπομπή — μηχανουργικός — άτοιχος — εσχαρώνομαι — αναισθησιολόγος — ανύστακτος — πληρωτής — νεροσυρμή — φωνογράφος — αποχαύνωση — εξάρτημα — μητριαρχία — αποθράσυνση |
|||