|
стирать золой (белье) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стирать золой? — αλισσιβιάζω как с (ново)греческого переводится слово αλισσιβιάζω? — стирать золой — χαρακιά — λοχείος — γενειάδα — χρυσίο — ουράνιο — απογλυτώνω — μεγαλόστομος — σαμόλαδο — μακριάθε — ακόμα — ρεμπετεύω — αναζυμώνω — δελτοειδής — ηλιοκαής — αφρεσκάριστος — φορτίσιμο — οιναποθήκη — τηλέτυπο — ξαναζωντανεύω — ελαιόλιθος — αρπάζω |
|||