|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βραβεύσιμος? — — θεϊστής — επιδημιολόγος — αποδιοπομπαίος — ντροπιάζω — άστικτος — μαρρόνι — νευρόπονος — ρετσινάτος — ευτελίζω — ακαλοκάρδιστος — παραδοχή — ψηλός — λιοστρόφι — κανταρτζής — προπόνηση — γραμματοσήμανση — ιδιόχειρος — αντανακλομαι — παστέλ — λανθασμένα — αρωγός |
|||