Новогреческий словарь
δωρίζω
δωρίζω
дарить; жаловать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дарить
? —
δωρίζω
как на
(ново)греческом
будет слово
жаловать
? —
δωρίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
δωρίζω
? — дарить, жаловать
#
(ново)греческий словарь
—
ειδοποιητήριο
—
ολίγο-
—
δυναμογόνος
—
αεριοκινητήρας
—
παιχνιδιάρικος
—
ανοικονόμητος
—
πάρθιος
—
αλτρουιστής
—
πλειοδότρια
—
μέλασσα
—
ελυμα
—
κρέμα
—
κωδίκελλος
—
μωσαϊκό
—
συμποσιάρχης
—
σουσαμένιος
—
βρέξη
—
καρποφθόρος
—
λεονταρήσιος
—
δυτικός
—
φάρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,