|
το 1) несомненный факт; τό βέβαιο είναι ότι... — несомненно(__,__) что...; παραδέχομαι ως βέβαιο — считать само собой разумеющимся #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово несомненный факт? — βέβαιον как с (ново)греческого переводится слово βέβαιον? — несомненный факт — ασφαλτόπλινθος — κούδαρης — ηλιοκεντρικός — μέτριος — παρατημένος — πιστακόχρους — γλειφιτζούρι — γλαυκώδης — ολοκληρωτισμός — μπατζίνα — απώτατος — δενδροκομία — αεροσυνοδός — μονόχνοτος — γκεμιτζής — λιμένας — γιούσουρο — σάρδίνη — σειστής — αραβοποίκιλμα — λιπόσαρκος |
|||