|
(αόρ. υποδιήρεσα) подразделять, делить; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подразделять? — υποδιαιρώ как на (ново)греческом будет слово делить? — υποδιαιρώ как с (ново)греческого переводится слово υποδιαιρώ? — подразделять, делить — γαλουχώ — ευκοιλιότητα — ουζομεζεδοπωλείο — κατάστικτος — σούτ — πινελλιά — χειρότερος — δραματοποιούμαι — ελιγμός — πολεοδομία — ευρωπαϊκός — σκιά — βουδδισμός — ηλιόκαυστο — ξεκολλημός — κωμωδιοποιός — τετράγκωνος — ιερακιδέας — στακκάτο — αρρόγιαστος — αναγομωμένος |
|||