|
имеющий приплюснутый нос #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово имеющий приплюснутый нос? — πατσομύτης как с (ново)греческого переводится слово πατσομύτης? — имеющий приплюснутый нос — φρικιώ — νυχτιάτικα — γαργαλίζομαι — σκυλόμουτρο — ορφανός — ζατσίντο — μόρικος — τρεμοφέγγισμα — αλατοδοχείο — αναγκαστικότητα — καπηλικός — αυτογονία — τζάζ-μπάντ — εκπιέζω — γοργοκίνητος — ανημπόρευτος — χοντρούλικος — κεντρίζω — θεωρικά — ολισθαίνω — εγκλητήριον |
|||