|
оценочный; ~ έκθεση — оценочный доклад; ~ή επιτροπή — оценочная комиссия; ~ά πορίσματα — заключение оценочной комиссии #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оценочный? — εκτιμητικός как с (ново)греческого переводится слово εκτιμητικός? — оценочный — πριονίζω — αστροφάνεια — μισοσβημένος — αξολόθρευτος — βασανισμένος — διάβρωση — σινδόνι — αυγουλάτος — χρωμοτυπία — περβόλι — απροσχημάτιστος — εντεταλμένος — κουτρουβάλημα — ερωταπόκριση — ιριδισμός — τσέτουλα — ψαθωτός — μαζωχτής — αποκρηά — άκαμπτος — αντιπολίτευσις |
|||