Новогреческий словарь
εμφυσητήρας
εμφυσητήρας
(-ηρος) ο 1) мед.
аппарат для вдувания
;
2) тех.
мехи
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
аппарат для вдувания
? —
εμφυσητήρας
как на
(ново)греческом
будет слово
мехи
? —
εμφυσητήρας
как с
(ново)греческого
переводится слово
εμφυσητήρας
? — аппарат для вдувания, мехи
#
(ново)греческий словарь
—
δαδοφορία
—
χαλνκόστρωση
—
μαρτιάτικος
—
φριμάζω
—
ηχητικά
—
εικοτολογώ
—
θεοποιούμαι
—
αυτοσυσταίνομαι
—
υπνοφόρος
—
ευάγωγος
—
αναθυμάμαι
—
τιμωρητέας
—
κονσερβοποίηση
—
εντύλιγμα
—
τσουρουφλισμένος
—
λαϊκοδημοκρατικός
—
αξιοθρήνητος
—
σκλώπα
—
ακανθωτός
—
ακατάπιαστος
—
κυκλάμινο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве