|
ο ледник; η εποχή των παγετώνων - ледниковый период #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ледник? — παγετώνας как с (ново)греческого переводится слово παγετώνας? — ледник — πυτίνη — σαφηνίζω — φυλλομέτρημα — αιμορροϊδικός — λαβίδα — μπάζει — παρωνύμιον — όρνιθα — κεντρικά — βούκινο — υπακτικός — μυλωνού — στρέψη — εγχειρητική — γιόρτασμα — αδιαβροχοποιούμαι — μακιγιέρ — εξανθώ — καλπάζω — κληρονόμος — αρχιθησαυροφύλακας |
|||