|
(αόρ. έσαξα) седлать; вьючить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово седлать? — σάττω как на (ново)греческом будет слово вьючить? — σάττω как с (ново)греческого переводится слово σάττω? — седлать, вьючить — θρέμμα — αρβανιτοχώρι — κροτάφι — φασίολος — διάξυσμα — απαράληπτος — αγγονός — ασβέστιο — συντομογραφικώς — δότης — προτελευτώ — γεράζω — ψήγμα — αλευροπρατήριο — υποχρεωτικώς — κατηχητική — σκουντούφλιασμα — τουμπακοτσάμπουνα — χελωνίσιος — εκέρασα — αλεξητήριον |
|||