Новогреческий словарь




κωπηλατικός

κωπηλατικός
1) гребной;
          ~οί αγώνες — гребные гонки;
2) относящийся к гребцу


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово гребной? — κωπηλατικός
как на (ново)греческом будет слово относящийся к гребцу? — κωπηλατικός
как с (ново)греческого переводится слово κωπηλατικός? — гребной, относящийся к гребцу


#(ново)греческий словарьδιαπλάσσωαποικισμόςγαλβανομετρικόςβελονοφοβίαχασμούρημαειρηνευτικόςδιεδεξάμηνδυσαρεστημένοςκινησιοθεραπείατσιγγούνικοςθεληματικόςοιωνίζομαιδεδηλωμένοςενημερωτικόςλειωμένοςχαϊδολόγημαδονησιθεραπείαπροσωπιδοφορίαστερεύωμάραθρονουθετώ


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω