|
церк. блаженнейший #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово блаженнейший? — παμμακάριστος как с (ново)греческого переводится слово παμμακάριστος? — блаженнейший — τελειοποίηση — αδίωκτος — αναστόμωση — ξεκλειδώνω — ρημαδιακό — Π — διαφημιστής — ανέγνων — αμεριμνομέριμνος — κολάζομαι — αζύγιαστος — μπακλαβάς — πλακί — σταύρωση — ύττριο — διάζευξη — ανακατοσούρας — διέκχυτρο — υμενώδης — υπήκοος — νευρόσπαστο |
|||