|
η бот. лупин (ус растения) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лупин? — λουπιναριά как с (ново)греческого переводится слово λουπιναριά? — лупин — λαγκάδι — διαστασιολόγηση — φλερτ — εσπέρα — οστεομβελίτιδα — ντύμα — μαρίδα — μερονύχτι — λιλί — απογωνιάζω — φιλελευθερία — εξοχώτατος — αδιαλάλητος — ψηφοθέτιδα — ενοικιαστής — καταβόθρα — εναποταμιεύω — ημιθανής — επωαστήρας — καμπυλόμετρο — καμακιά |
|||