|
тенистый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тенистый? — ισκιερός как с (ново)греческого переводится слово ισκιερός? — тенистый — καρδιογνώστης — βιβλιοχορτοπωλείο — έφηβη — μπεκρού — αντειρηνυκός — λεμφοκυττάρωση — υπερψύχω — βρίζα — αντικατοπτρίζομαι — τεμπέλικος — κοντούλης — πατριαρχεύω — αυτογνωσία — ασβέστης — αλφάδιασμα — κουκκούτσι — βαστάζος — προσεταιρίζομαι — ρετιρέ — τρελλοκομείο — σύγκρυος |
|||