|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αρχικώς? — — αναπλέω — εφτάστιχο — ανεπικύρωτος — κακοπιστία — γιοφύρι — Άνθιμος — λογιάζω — σκώπτρια — σφυρόν — ενδοκράνιος — γαλατίζω — σιαλαγωγός — οχ — αποτρέπω — μηναίον — ασκητός — αρχοντικός — επικρεμάμενος — σεισμογένεση — λόγιον — σημαιοστολίζω |
|||