|
1) изнурять; ~ στή δουλειά — изнурять работой; τόν αλάνιασε ο πυρετός — он изнурён температурой; 2) избивать; ~ στό ξύλο — сильно избить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово изнурять? — αλανιάζω как на (ново)греческом будет слово избивать? — αλανιάζω как с (ново)греческого переводится слово αλανιάζω? — изнурять, избивать — απροχώρητος — ανάερος — ελογενής — εξερράγην — φερώνυμος — καταζητώ — υδροπωλητής — αρμόνιο — καταρράχτης — μεταβατικός — κλινική — λιγοψυχιά — ουροποιητικός — καυχηματίας — αντιλακτίζομαι — αλληλοπάθεια — αλεξιβάσκανο — ακονητής — εβραία — γερακιανός — χειρονόμος |
|||