|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πτυχωσιγενής? — — στήσιμο — παπάρας — αποδαυλιάζω — βασταχτός — μιάς — μπαγδατίζω — χασμώμαι — αιθερομανία — ψιάθιον — πολυσέβαστος — ωόν — Πολύδωρος — εντομολόγος — μολογώ — αιδήμων — κακόβουλα — αντιμοναχικός — γρανιτοειδής — αγύμναστος — συντηρητικός — υδατοκομία |
|||