|
корпускулярный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово корпускулярный? — σωματιστικός как с (ново)греческого переводится слово σωματιστικός? — корпускулярный — υπόβαθρο — ραδιογωνιομετρικός — εκμυζητικός — λασπουριά — μασουλίζω — καταπνίγω — ακραιφνής — τρύξ — κωλοβάρεμα — αλυσοκλείνω — κουρελιάρα — άπιαστος — φρυάττω — κελαρυστός — συριγμός — λουλουδάδικο — υπερθρασύνομαι — φαρσί — πουτσάρα — οινοπνευματίαση — παιδολόγος |
|||