|
анат. эпителиальный; ~ ιστός — эпителиальная ткань #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эпителиальный? — επιθηλιακός как с (ново)греческого переводится слово επιθηλιακός? — эпителиальный — κομμάρα — ίλιγγος — γραμματοσύμπλεγμα — αλβανόφιλος — άσφαιρος — φωτοτυπικό — υδροθώρακας — υποδιδάσκαλος — ανάβλημα — αεροτρύπανον — ετοιμοφόρτοτος — μεταλαβαίνω — σφόδρα — θαμνόφυτος — αντέφεσις — οξείδωση — αναργυρία — διαβολοκόριτσο — πονοκεφαλιάζω — Φράγκισσα — αποστομάτου |
|||