|
το кошениль (краска) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кошениль? — κρεμέζο как с (ново)греческого переводится слово κρεμέζο? — кошениль — άλιαστος — γαλακτοκόμος — προτεραιότητα — μεσίτευση — κασίδης — συμπιεσμένος — αξονομετρικός — άβολα — αθρυμμάτιστος — ταώς — ψιλοδουλειά — ανυποληψία — σπιούνος — συνταξιοδοτικός — σακοράφα — πρόπλασμα — οκτωβριανός — ακαταληψία — συμβούλιο — απαγίδευτος — διπλοθεμελιώνω |
|||