|
το бисквит, печенье #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бисквит? — μπισκότο как на (ново)греческом будет слово печенье? — μπισκότο как с (ново)греческого переводится слово μπισκότο? — бисквит, печенье — ξομολογιέμαι — βλακικος — κράξιμο — χημικός — πλατειαστικός — απωθητικός — κογκάρδα — υπερβέβαιος — πλουμί — διχρωμία — αβάσιστος — κρυψώνα — διαφώσκω — αγουρογέννητος — σουμμάρισμα — αχασμούρητος — γεύση — πυροβολάρχης — εξωταξικός — ακαλαπόδιαστος — κουμπαριά |
|||