|
το опора, подпорка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово опора? — βασταριό как на (ново)греческом будет слово подпорка? — βασταριό как с (ново)греческого переводится слово βασταριό? — опора, подпорка — ρεπανάκι — καταλογιστός — αμπελουρίδα — τιτλοφορώ — ακινητότης — παρακαμπτήριος — μέμψις — βράβευμα — ζέγουνας — κηπευτικό — επαργίλλωση — μάσε — γόβάκι — σπερμίνη — αγιάτρευτος — κούρκος — φθειριώ — συγκάτοικος — ταπεινώνομαι — ωχρότητα — καρτερώ |
|||