|
αόρ. от μιγνύω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έμιξα? — — ελαφίδαι — Φαίδρα — παράβαση — ψηλολέλεκας — βιολετής — ισχυροποιώ — δικονομικά — — ξεδίπλωμα — αλχημικός — ξοδιαστής — δίκη — μοσκιά — αναχορηγώ — δασυχαίτης — υπερχειλής — υποθηκοφυλακείο — προτρέπω — σπονδύλωση — διαπρέπω — εξομολογητήριον |
|||