|
ο спасатель потерпевших кораблекрушение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спасатель потерпевших кораблекрушение? — ναυαγοσώστης как с (ново)греческого переводится слово ναυαγοσώστης? — спасатель потерпевших кораблекрушение — ξενύχιασμα — σατιρογραφία — γενναιόκαρδος — πτερό — ειδοποιητικός — μπαρούτι — αγαθιάρης — αποσκάφτω — διερεθισμός — προορατικότητα — κολυμβητά — αρχιεπισκοπείο — τρίφυλλο — ασήκικος — ακομπανιάτορος — μακρόκομος — ρετζέλι — περιδρομόχορτο — ηγούμενος — πλεμόνι — ανομοίωση |
|||