|
слечь в постель, заболеть #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово слечь в постель? — κρεββατώνομαι как на (ново)греческом будет слово заболеть? — κρεββατώνομαι как с (ново)греческого переводится слово κρεββατώνομαι? — слечь в постель, заболеть — γαζωτός — χοντρόκωλα — κουτοπονηριά — αρχιτεχνίτισσα — διαφιλονεικώ — αντικομματικά — επιστέγασμα — τρομοκρατία — βυνοποιείο — αναδημοσιεύομαι — απολυμαντικός — πισσόχαρτο — στεφανοθήκη — επιμήκυνση — ξεμαρκάριστος — ξαφνικό — πέραν — διδασκαλιστής — κτενοποιός — μεγαλόστομος — άτοκος |
|||