|
το 1) сватовство; της πήγε ~ — [phrase]он пошёл к ней сватом[/phrase]; 2) сваты (родители одного из супругов) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сватовство? — συμπεθεριό как на (ново)греческом будет слово сваты? — συμπεθεριό как с (ново)греческого переводится слово συμπεθεριό? — сватовство, сваты — οδοιπορικό — όστρακο — υποτυπώδης — διόραμα — ασίτευτος — αισχροκερδώ — εξακοσιετηρίδα — βλαχοποιμήν — αναθεωρητής — Αρμένισσα — μειοψηφία — φαβορί — εντυπωσιακός — πραγματογνωσία — μνημοσύνη — δάνειος — αλλοφροσύνη — τσαρλατάνος — μεταλλισμός — αποστεούμαι — ιωνικός |
|||