|
η веретено #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово веретено? — δρούγα как с (ново)греческого переводится слово δρούγα? — веретено — άχαρα — δαχτυλογράφος — συμβολαιογραφικά — ελατηριωτός — σεμιίδαλις — εριούχος — κεχριμπάρι — απαθής — ενοχικός — ατίμωση — λιποψυχία — διπλοπαρακαλώ — σομβλητός — καθοδοφωταύγεια — ένθεσμος — τουμπάρω — μονήμερος — εκχιονισμός — καθελκύω — μωροφιλοδοξία — ζωοτροφικός |
|||