|
το мучитель (обычно об озорном ребёнке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мучитель? — πειρακτήριο как с (ново)греческого переводится слово πειρακτήριο? — мучитель — πρό — αρχικομπάρσος — σκοταδισμός — ατσαλώνομαι — στάχυ — επιβραδυντικός — σαρανταρίζω — έθανον — αμφιετής — παρδαλός — ζαλιγγώνομαι — οινοπνευματοποιήσιμος — μικροαστισμός — ατοίμαστος — καμίνια — μεταλλάκτης — ψηλόπλωρος — ευαγγελίζομαι — εκστατικός — πλεξιά — άρρηκτα |
|||