|
το сюртук #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сюртук? — σουρτούκο как с (ново)греческого переводится слово σουρτούκο? — сюртук — αναφαίνομαι — πέτσα — γλωσσοδίφης — έμπειρα — αμεταμόρφωτος — ιερόδουλος — δεκαμερής — ιοντοθεραπεία — κώλο — αναθρεπτήριον — οξέλαιο — ωριμότητα — ασωτεία — απαστράφτω — ζέψιμο — τσίτωμο — κινδυνεύω — δημοσιονομία — περιληπτικός — τζίντζερ — ακλώσσευτος |
|||