|
материалистический; ~ή διδασκαλία — материалистическое учение; ~ή αντίληψη τής ιστορίας — материалистическое понимание истории #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово материалистический? — υλιστικός как с (ново)греческого переводится слово υλιστικός? — материалистический — φαγάνα — ζουμερός — υποτροπιάζων — Προμηθέας — φακοσκλήρωση — αντιστρατήγημα — ματόφυλλο — ζαμπούνης — κρεμανταλού — αποστρατιωτικοποιημένος — Θόδωρος — πουκαμισού — εκβοτρύωση — υπόρρινος — φεγγάριασμα — τριάντα — επαναδίπλωση — στραπατσάρισμα — δύσοσμος — έριδα — κατάβαθα |
|||